- μυροσταγής
- μῠρο-στᾰγής, ές,A dripping with unguent, Anon. ap. Suid. s.v. ἀναδούμενος.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μυροσταγής — μυροσταγής, ές (Α) αυτός που στάζει μύρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + σταγής (< στάζω), πρβλ. αιμο σταγής] … Dictionary of Greek
μυροσταγές — μυροσταγής dripping with unguent masc/fem voc sg μυροσταγής dripping with unguent neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύρο — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 32 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται βορειοανατολικά και κοντά στην Κυπαρισσία. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κυπαρισσίας, * * * το (ΑΜ μύρον) κομμεορητίνη με ευχάριστο άρωμα η… … Dictionary of Greek